- πρωτεϊνουρία
- η, Νη λευκωματουρία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteinuria < protein (βλ. πρωτεΐνη) + -uria (< ούρο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… … Dictionary of Greek